- κομπογιανιτισμός
- και κομπογιαννιτισμός, ο [κομπογιανίτης]1. το γνώρισμα τού κομπογιανίτη, η άσκηση πρακτικής ιατρικής2. αγυρτεία, απάτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομπογιανιτισμός — ο η ιδιότητα του κομπογιανίτη, απάτη, τσαρλατανισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμποτινισμός — ο [καμποτίνος] η τάση να φαίνεται κάποιος ως σπουδαίος, να παίζει θέατρο σε βάρος κάποιου, θεατρινισμός, κομπογιανιτισμός, αγυρτεία, απάτη … Dictionary of Greek
τσαρλατανιά — η, Ν [τσαρλατάνος] 1. απάτη, αγυρτεία 2. κομπογιανιτισμός … Dictionary of Greek
καμποτινισμός — ο (λ. γαλλ.), θεατρινισμός, κομπογιανιτισμός, αγυρτεία: Δε σου πάει ο καμποτινισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαρλατανιά — η (λ. ιταλ.) 1. απάτη, αγυρτεία: Με τσαρλατανιές θέλει να κερδίσει λεφτά. 2. κομπογιανιτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)